-Η ώρα ξανά περασμένη..., μεσάνυχτα και κάτι δεκάλεπτα !
Το μάτι... γαρίδα, σκέψεις θολές, συνωμοτικά κι' ανάκατα στριμωγμένες μες το αποκαμωμένο απ' τις δικές του περίπλοκες διεργασίες, μυαλό. Λες και... κι' αυτές γύρευαν να' βρουν επίμονα διέξοδο στον έξω κόσμο..!
-Στη συχνότητα των FM, ο Stevie πάσχιζε και αυτός επίμονα ν' αποσπάσει την προσοχή του αθέλητου ξενύχτη, ψελλίζοντας αδύναμα τους στίχους μιας κάποιας... "true Love" απ' τα παλιά!
-Ήταν τότε που κι' ο δεξιός του καρπός, ο καλός στο τένις.., άδραξε ύπουλα την ευκαιρία να ξεμουδιάσει πρόσκαιρα απ' το μονότονο και βασανιστικό έργο της γραφής, που με το ζόρι τ' αφεντικό του, εκείνος.., το είχε εμπλέξει!
-Μηχανικά σήκωσε το κεφάλι και λευτέρωσε τη ματιά του να περιπλανηθεί βιαστικά στο μισοσκότεινο γύρω χώρο. Στάθηκε για λίγο στην απέναντι κορνίζα και με το βλέμμα του προσπάθησε να ψηλαφίσει στοργικά το αγαπημένο μα θολά τυπωμένο στο χαρτί, πρόσωπο της ασπρόμαυρης φωτογραφίας! Το πρόσωπο εκείνης της ανεκτίμητης.., της πρώτης στη σειρά της ζωής του, ως Μάνας, της Κυρα-Λένας!
-Κι' ύστερα, έστεψε ξανά τα μάτια πίσω στη στοίβα με τα ταλαιπωρημένα χαρτιά, τα γεμισμένα μ' ατέρμωνες δικές του σκέψεις και μουτζούρες, που κείτονταν καρτερικά κι' ακατάστατα σκορπισμένα, στη πάνω μεριά του Γραφείου, σαν τάχα να περίμεναν..πλανεμένα κι' αυτά, μια καλύτερη τύχη.
-Παρόμοια με εχθές αναρωτήθηκε.., για το πως τελικά τα κατάφερνε, σχεδόν πάντα το τελευταίο διάστημα, να σπαταλά τον πολύτιμο απογευματινό χρόνο του, σκυμμένος με τις ώρες πάνω από ένα σωρό βιβλία και χαρτιά!
-Και απόψε είχε βρει τρόπο να στοιβάξει όπως-όπως τις σκέψεις του σε αμέτρητες κακογραμμένες αράδες, να προσθέσει ένα σωρό σημαντικές τάχα επισημάνσεις, ξανεμίζοντας πάνω από το μισό πακέτο χαρτιού του έρημου εκτυπωτή.
-Φτου...διάβολε, ξεφώνισε! Ξαφνικά είχε θυμηθεί και το μάτι του στιγμιαία άστραψε παράξενα ! Αυτό ήταν..! Τούτη τη φορά σίγουρα έφταιγε το απογευματινό επεισόδιο, το λεκτικό που είχε με το "τσογλανάκι" του, την άλλη Ελένη, τη δεύτερη και τελευταία μα... εξ ίσου πολύτιμη στη ρημαγμένη ζωή του! Την κόρη του, που ύστερα... λίγο αργότερα του είχε κλείσει από γινάτι το κινητό τηλέφωνο κατάμουτρα και κεραυνοβολημένο τον είχε στείλει αδιάβαστο, με ένα ηλίθια ψεύτικο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο!Κι' ύστερα πάλι, ...πριν καλά προλάβει και συνέλθει από το σοκ, το ξεχειλωμένο εκείνο "SMS" που του' χε στείλει, μ' ένα σωρό αόριστα παράπονα που είχε μαζεμένα από την προηγούμενη φορά, για την αδικαιολόγητη κι' αφόρητη γκρίνια του, όπως έγραφε, εννοώντας αυτά... που σταθερά τον χαρακτήριζαν τους τελευταίους μήνες, στο ρόλο του Πατέρα.
- Νοερά έφερε στο μυαλό την εικόνα της, τότε που εκείνη ακόμα μπουσούλαγε ή λίγο αργότερα που για πλάκα την έβαζε να πλένει τάχα τα μονίμως μουσκεμένα βρακιά της ή...τότε,...τότε και τότε..!
- Θεέ μου.., ψέλλισε και αναστέναξε βαριά... όταν ένας ορμητικός χείμαρρος με τρυφερές θύμησες και πολύχρωμα ζωγραφισμένες εικόνες από τη σχετικά νωπή κι' αγκομαχώντας συνεχιζόμενη μέχρι τώρα, κοινή περιπέτεια της ζωής τους, του πλημμύρισε το νου!
-Ταυτόχρονα κι' αντάμα με μιά άχαρη γκρίζα πινελιά, που επίμονα βάλθηκε έστω και πρόχειρα να γαντζωθεί από τα σφιγμένα χείλη, μια... τοσοδούλα, ασήμαντα μικρή υγρή στάλα πάσχιζε μάταια ν' αποφύγει να φανεί, μη τάχα κι' αναστάτωνε νοτίζοντας την κάποτε αγέρωχη, μα και πάντα πεισματάρα αντρίκια ματιά του.
-Το τσογλανάκι.., ψέλλισε ξανά.. και ξανά! Μάταια αναζήτησε, βαθιά πίσω στο χρόνο, να βρει το πως και το γιατί, κόλλησε τούτη τη παράξενη συνήθεια να την αποκαλεί "έτσι"! Με αυτόν τον ανορθόδοξο, μα πάντα με τρυφερή και πειραχτική διάθεση, τρόπο, από τότε, ...την αρχή, που ήταν ακόμη μωρό.., που μόνος κι' άμαθος πάσχιζε καρτερικά και απεγνωσμένα να κρατηθεί όρθιος, για να παίξει σωστά τους "ρόλους" πατέρα και μάνας μαζί..!
-Και να την τώρα, βιαστική... μη δεν προλάβει και της ξεφύγει απ' τα χέρια η ζωή, όπως και πάντα σβέλτη στο μυαλό και στις εναλλαγές συναισθημάτων, χαριτωμένη ακόμη και στις δικές της λύπησες!
- Έχοντας μόλις αγγίξει το δέκατο όγδοο (18) σκαλοπάτι του δικού της Γολγοθά, είχε φροντίσει να φτερουγίζει καθημερινά όλο και μακρύτερα απ' τη δική τους φιλόξενη γωνιά, να τον σκοτίζει βασανιστικά με την ακόμη παιδική ανεμελιά και με την άτοπη μα και συνάμα παράτολμη εφηβική της σιγουριά!
-Πράγματι, όλα τούτα τον έκαναν να νοιώθει αμήχανα κι' άβολα, όπως κι' η αγωνία, που τον κυρίευε συχνά σε κάθε κενό που εκείνη ανέμελα άφηνε ξωπίσω της και.. προοδευτικά χάνονταν για ώρες, καμιά φορά για μέρες, δίχως να δίνει και πολλή σημασία για τις εντυπώσεις ή τις κρυφές, μα όχι και τόσο ξεπερασμένες (old fashion) ανησυχίες του, για' κείνη.
-Κάποιες φορές τη δικαιολογούσε κι' ας μη καταλάβαινε το χαζοπούλι..! Δεν αντιλαμβάνονταν το μονάκριβο του, πως ήταν αρκετά νωρίς.., πολύ νωρίς ακόμη για ν' αφήνεται και να γλιστρά στα σύννεφα,... ξεχασμένη σε ονειρικές πτήσεις μόνη της και μακριά από τη φωλιά όπου ανατράφηκε!
- Όμως, σκέφτηκε.., ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν το ίδιο και γι' αυτόν..! Αυτός ο άμοιρος θ' αργούσε σίγουρα πολύ, ώστε να νοιώσει ή έστω να σκεφτεί, πως τα είχε καταφέρει επιτέλους μαζί της στη ζωή.
- Η ώρα είχε προχωρήσει βιαστικά κι' άλλο μές το σκοτάδι, μα όμως αργούσε ακόμη να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Συλλογίστηκε πως θα έπρεπε πια να το πάρει απόφαση και να πάει να ξαπλώσει το συντομότερο, σαν ήθελε έγκαιρα να ξυπνήσει το πρωί για το μεροκάματο.
- Προσπάθησε και τέλος, έπεισε τον εαυτό του να σκεφτεί λιγάκι αισιόδοξα, ότι τάχα... το τσογλανάκι του θα ήταν ήδη στην Κυψέλη.., στο σπίτι της Μάνας που στερήθηκε όλα τα τρυφερά της χρόνια και που, στο κάτω-κάτω, έπρεπε έστω κι' αργά να αρχίσει να συνηθίζει και να ζει μαζί της!
- Θα' θελε τώρα να είχε κοντά του τον Πήγασο.., τον κάτασπρο φτερωτό ξεναγό του Καρπουζόκοσμου, τούτη την ώρα που είχε ανάγκη να ακουμπήσει κάπου.., σε ένα δικό του φίλο, όμως.. αληθινό! Ίσως μπορεί και να δοκίμαζε εκείνο το παλιό κόλπο, αν το είχε νωρίτερα σκεφτεί κι' είχε κάψει ένα απ' τα πούπουλα που εκείνος του είχε εμπιστευθεί παλιότερα, για τις δυσκολίες που θα αντάμωνε στο διάβα της ζωής του. Ήταν ήδη αργά και έτσι διάλεξε να αφήσει τον Ήρωα του ήσυχο, για να είναι τάχα... πιο ξεκούραστος μια άλλη φορά, που θα ήταν δυσκολότερα τα πράγματα!
-Πήρε μια βαθιά ανάσα κι' ανασηκώθηκε από την καρέκλα, που..'χε μαζί του χάσει τελείως κάθε ελπίδα αισιοδοξίας για το μέλλον της, για.. τα γεράματά της! Καμπουριασμένος δίστασε για λίγο μα τελικά ορθώθηκε και μουδιασμένα βημάτισε μέχρι την εξώπορτα της μπροστινής βεράντας! Τη μισάνοιξε σιγανά, κοντοστάθηκε και ακουμπώντας αριστερά τον ώμο του στην κάσα της πόρτας, αφέθηκε σφαλίζοντας καλά τα μάτια, να ταξιδεύει για λίγο ανάλαφρα με τα φτερά της φαντασίας του στο άπειρο και να ρουφά με περίσσια βουλιμία τη δροσιά της χειμωνιάτικης νύχτας ανάκατα με την ανεπαίσθητη μυρωδιά του καμένου στο τζάκι ξύλου, πιθανά απ' τη διπλανή μονοκατοικία, το σπίτι του γείτονα..του Γιώργη, του κοιλαρά ταξιτζή.
- Δεν του χρειάστηκε περισσότερος χρόνος, για να αρχίσει να νοιώθει πιο χαλαρός, λιγάκι πιο ήρεμος! Ασφάλισε απαλά την πόρτα και κατευθύνθηκε αργά στον τριπλό καναπέ, σε εκείνο που συνήθιζε να ξαποσταίνει πρόσκαιρα σαν γύρναγε από τη δουλειά..! Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε μια.. άλλη, μια καινούργια όπως... με περίσσια αφέλεια ο κόσμος λέει, ίσως και καλύτερη ημέρα για όλους...!
meteoros_k
Υ.Γ. Ύστερα από δική μου σχετική παράκληση, το αφήγημα τούτο αναρτήθηκε αρχικά στο θερμό και άκρως φιλόξενο Ιστότοπο, του πιο γλυκού ίσως καρπού της Bloggoσφαιρας, "tokarpouzi" , στο οποίο (σε μεγάλο βαθμό) οφείλεται η εδώ παρουσία μου.