.. η υγρή του ματιά, γαντζωμένη απεγνωσμένα απ' τη λυγερή της σκούρα φιγούρα που ξεμάκραινε, την ακολούθησε νοερά μέχρι το τελείωμα του
βρεγμένου πλακόστρωτου, εκεί.. μέχρι το μικρομάγαζο της κυρα Γιώτας, που η νεαρή γυναίκα συνήθιζε να
κοντοστέκεσαι για μια καλησπέρα κι' έπειτα να στρίβει και να χάνεται
μες το σκοτάδι της νύχτας. Μιά βαθειά ρουφηξιά καπνού, απ' το τσιγάρο που σιγόκαιγε ήδη τα κιτρινισμένα του δάχτυλα, πλημμύρισε μες τα σωθικά του κι' ένας μακρύς
αναστεναγμός ανακούφισης, ξεχείλισε απ' τα στήθη του. Την είχε ανταμώσει, την είχε δει πάλι κι΄ απόψε και ένοιωσε, πως εξακολουθούσε να λατρεύει, τούτη τη μελαχρινή νεράιδα, όπως παλιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου